υπέρυθρος

υπέρυθρος
-η, -ο
1. κοκκινωπός.
2. «υπέρυθρες ακτινοβολίες», αόρατες ακτινοβολίες με μήκος κύματος μεγαλύτερο από αυτό της ερυθράς ακτινοβολίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὑπέρυθρος — reddish masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπέρυθρος — η, ο / ὑπέρυθρος, ον, ΝΜΑ ερυθρωπός, κοκκινωπός νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το υπέρυθρο φυσ. η περιοχή τού φάσματος τής υπέρυθρης ακτινοβολίας 2. φρ. α) «υπέρυθρη ακτινοβολία» ή «υπέρυθρες ακτίνες» φυσ. φωτεινή ακτινοβολία τής οποίας τα μήκη… …   Dictionary of Greek

  • ὑπέρυθρον — ὑπέρυθρος reddish masc/fem acc sg ὑπέρυθρος reddish neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερύθρου — ὑπέρυθρος reddish masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερύθρους — ὑπέρυθρος reddish masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερύθρων — ὑπέρυθρος reddish masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερύθρῳ — ὑπέρυθρος reddish masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέρυθρα — ὑπέρυθρος reddish neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέρυθροι — ὑπέρυθρος reddish masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PALAESTRICI Juvenes — olim tondebantur, uti discimus ex Tertulliano de Pallio c. 4. ubi de suis Carthaginiensibus: Unde apud aliquos Numidas, etiam equis caesariatos, iuxta cutem tonsor et cultri vertex solus immunis? In quibus verbis tonsor, pro tonsura, ut apud… …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”